- λοστός
- ο (Μ λοστός)μοχλός, ράβδοςνεοελλ.σιδερένιος κυλινδρικός μοχλός για τη μετακίνηση βαρών, για την απόσπαση βράχων από το έδαφος ή για τη διάνοιξη οπών σε πετρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοῖσθος ή λοισθός «δοκός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοστός — ο 1. σιδερένιος μοχλός για μετακίνηση βαριών αντικειμένων. 2. μυτερό κυλινδρικό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στο έδαφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
αναλοστεύω — ανασηκώνω κάτι με λοστό, με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *λοστεύω < λοστός] … Dictionary of Greek
μανέλα — η 1. μοχλός, στρόφαλος 2. λοστός 3. αναφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maniglia] … Dictionary of Greek
οχλεύς — ο (Α ὀχλεύς) μεταλλική ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή τη μετακίνηση βαρέων σωμάτων ή για την απόσπαση λίθων από λιθόστρωτο, λοστός, μοχλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. όχλος)] … Dictionary of Greek
σκωριολόγχη — η, Ν λοστός που καταλήγει σε πεπλατυσμένο άκρο και με τον οποίο ο θερμαστής απομακρύνει από την εσχάρα τού ατμολέβητα τη συσσωρευμένη σκωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία + λόγχη] … Dictionary of Greek
μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)